- λάσο
- το(λ. γαλλ.), μακρύ σκοινί με θηλιά στην άκρη που χρησιμοποιείται για τη σύλληψη ζώων: Οι καουμπόηδες έπιαναν τα ζώα τους με λάσο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Λάσο, Ορλάντο ντι- ή Λάσους, Ορλάντους — (Orlando di Lassο, Μονς 1532 – Μόναχο 1594). Βέλγος συνθέτης. Σε πολύ νεαρή ηλικία επέδειξε συνθετικές ικανότητες, ενώ ήταν και αξιόλογος ψάλτης στη γενέτειρά του. Σε ηλικία δώδεκα ετών τέθηκε υπό την προστασία του Φεράντε Γκοντσάγκα, αντιβασιλιά … Dictionary of Greek
λάσο — το μακρύ σχοινί ή δερμάτινο λουρί με θηλειά στο ένα άκρο του, το οποίο χρησιμεύει για τη σύλληψη καταδιωκόμενων ζώων ή ανθρώπων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. lasso < ισπ. lazo] … Dictionary of Greek
ἵλασο — ἵ̱λασο , ἱλάσκομαι appease aor imperat mid 2nd sg ἵ̱λασο , ἱλάσκομαι appease imperf ind mp 2nd sg ἵ̱λασο , ἱλάσκομαι appease pres imperat mp 2nd sg ἵ̱λασο , ἱλάσκομαι appease imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπίλασ' — ὑπί̱λασο , ὑπό ἱλάσκομαι appease aor imperat mid 2nd sg (ionic) ὑπί̱λασο , ὑπό ἱλάσκομαι appease imperf ind mp 2nd sg (ionic) ὑπί̱λασο , ὑπό ἱλάσκομαι appease pres imperat mp 2nd sg (ionic) ὑπί̱λασαι , ὑπό ἱλάσκομαι appease pres ind mp 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
αναγέννηση — I Χρονική περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ακολουθεί τον Μεσαίωνα.Με τον όρο Α. (ιταλ. Rinascimento, Rinascita Rinascenza,γαλλ. Renaisance), σε αντιδιαστολή προς τον Μεσαίωνα που θεωρείται περίοδος βαρβαρότητας, χαρακτηρίζεται ένα… … Dictionary of Greek
γκάουτσο — (gaucho).Λέξη άγνωστης προέλευσης με την οποία χαρακτηρίζονται οι άνθρωποι των πάμπα,των απέραντων πεδιάδων της Νότιας Αμερικής. Απόγονος των Ισπανών που κατέκτησαν και αποίκισαν αυτές τις περιοχές, ο γ. συχνά προερχόταν από επιμειξίες με τους… … Dictionary of Greek
διθύραμβος — Αρχαίο ελληνικό χορικό άσμα με αφηγηματικό περιεχόμενο, αφιερωμένο κατά κανόνα στον Διόνυσο. Δυστυχώς, o ορισμός για τον δ. είναι γενικός, επειδή το υλικό που προσφέρεται σε κείμενα και πληροφορίες είναι πολύ αποσπασματικό. Σε κάθε περίπτωση,… … Dictionary of Greek
ροντέο — (rodeo). Θέαμα που παρουσιάζουν οι «κάου μπόις» σε κατάλληλους χώρους για να επιδείξουν την ικανότητα των αγωνιζόμενων να δαμάζουν ατίθασα ζώα (ο όρος κατάγεται από το ισπανικό rodear και στο αμερικανικό Γουέστ σημαίνει και την κύκλωση των ζώων… … Dictionary of Greek
σειρά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. σειρή, και δωρ. τ. σηρά, Α νεοελλ. 1. αλληλουχία πραγμάτων, συμβάντων, καταστάσεων ή όρων κατά ορισμένη τάξη (α. «σειρά αριθμών» β. «σειρά κατευθυνόμενων ενεργειών» γ. «αλφαβητική σειρά») 2. συνεχής παράταξη ομοειδών πραγμάτων … Dictionary of Greek